- ἀκρόκομος
- ἀκρόκομοςwith hair on crownmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόκομος, -η, -ο — και ακροκόμης (μόνο αρσ.) 1. αυτός που έχει μαλλιά μονάχα στην κορφή του κεφαλιού: Ήταν ακρόκομος, αλλά κατάφερνε να μην του φαίνεται. 2. αυτός που έχει φύλλωμα μόνο στην κορφή: Στο περιβόλι μας υπήρχε ένα γέρικο ακρόκομο κυπαρίσσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόκομος — ἀκρόκομος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή τής κεφαλής 2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι 3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή 4. φρ. «ἀκρόκομοι… … Dictionary of Greek
ἀκρόκομον — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem acc sg ἀκρόκομος with hair on crown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμοις — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμοισι — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμοισιν — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμου — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut gen sg ἀκροκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμους — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροκόμων — ἀκρόκομος with hair on crown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόκομα — ἀκρόκομος with hair on crown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)